Ο Νικολάϊ Κοντράτιεφ(1892-1938) ήταν Ρώσος οικονομολόγος, από τους σημαντικότερους της περιόδου του μεσοπόλεμου.
Βασική του θεωρία είναι ότι οι καπιταλιστικές οικονομίες διανύουν μεγάλες ανοδικές περιόδους που ακολουθούνται από αντίστοιχες συρρίκνωσης
(ο ίδιος ο Στάλιν του είχε ζητήσει να βρει την "απόδειξη" ότι ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος σε εξαφάνιση -όπως είχε πει και ο Μάρξ- όμως τελικά ο Κοντράτιεφ έφτασε στο "δυσάρεστο" συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός "αναγεννάται" οπότε ο Στάλιν τον αντάμειψε με το γνωστό σταλινικό τρόπο, δηλ. με την σύλληψή του και τον εγκλεισμό του σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων- Γκούλαγκ...Για τον φρικτό θάνατό του γράφει και ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν στο βιβλίο του ‘Το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ’), οι δε οικονομικοί του κύκλοι διαρκούν περίπου 48-55 χρόνων.
Τους ονόμασε μεγάλους οικονομικούς κύκλους.
Εκείνο που εντόπισε ο Κοντράτιεφ μέσω της μελέτης του καπιταλισμού ήταν μια στατιστικά περίεργη «κυματική συμπεριφορά»: Ανά 50 έως 60 χρόνια ο καπιταλισμός κλονίζεται από ένα σαρωτικό κύμα αποπληθωρισμού, το οποίο αντιμετωπίζει με την πυροδότηση μεγάλων εθνικών συγκρούσεων ή και παγκοσμίου πολέμου. Προτού φθάσει στην εκρηκτική του φάση, ο κάθε κύκλος εμπεριέχει τέσσερις «οικονομικές εποχές»: Την άνοιξη (25 χρόνια), που είναι η πληθωριστική φάση, με ανερχόμενες τιμές μετοχών, αύξηση απασχόλησης και μισθών. Το καλοκαίρι (3-5 χρόνια), μια φάση στασιμότητας, με αύξηση των επιτοκίων και του χρέους και αστάθειες που εκκινούν πολέμους. Το φθινόπωρο (7-10 χρόνια), που είναι η φάση αποπληθωρισμού, με τα επιτόκια σε πτώση και απότομες ανόδους στις τιμές των μετοχών. Τέλος, ο χειμώνας (3 χρόνια κατάρρευσης και 15 χρόνια αναδιάρθρωσης), που είναι φάση αποπληθωρισμού συνδυαζόμενη με κατάρρευση των μετοχών και των δανείων και αύξηση των τιμών των προϊόντων.
Η θεωρία αυτή, την οποία ο Κοντράτιεφ δημοσίευσε το 1925 υπό τον τίτλο «Οι Κύριοι Οικονομικοί Κύκλοι», δικαιώθηκε από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, αλλά στη συνέχεια αμφισβητήθηκε. Ενδιαφέρον είναι και το ότι δύο ολλανδοί οικονομολόγοι - ο Jacob van Gelderen και ο Samuel de Wolff - είχαν πει τα ίδια από το 1913, καθώς όμως κανείς δεν μετέφρασε την εργασία τους από τα ολλανδικά, ξεχάστηκαν. Τη χρονιά εκτέλεσης του Κοντράτιεφ ο αμερικανός λογιστής Ralph Nelson Elliot δημοσίευσε ένα βιβλίο για τη συμπεριφορά των αγορών υπό τον τίτλο «The Wave Principle», όπου συνέδεε την ψυχολογία του πλήθους με τη δημιουργία κυμάτων οικονομικής ανόδου και πτώσης, αλλά κανείς δεν αντιλήφθηκε τον κοινό τόπο των ευρημάτων.
Δυστυχως διανύουμε μια κομβική στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας. Στιγμή μιας στροφής μεγάλης κλίμακας, κατά την οποία ο «δυτικός άνεμος», που για αιώνες φυσούσε δυνατότερα από κάθε άλλον και κυριολεκτικά σάρωσε τον πλανήτη, υποχωρεί μπροστά στον «ανατολικό», που φυσάει από τα βάθη της Άπω Ανατολής. Αυτή η αναστροφή των «ανέμων» σηματοδοτεί το τέλος της ηγεμονίας της Δύσης, αλλά ίσως και του δυτικού καπιταλισμού. Και πάντως μας φέρνει αντιμέτωπους με μια πρωτόφαντη συγκυρία.
Η μεταφορά του επικέντρου της παγκόσμιας συσσώρευσης στην Άπω Ανατολή, εγκαινίασε έναν δυϊστικό παγκόσμιο οικονομικό κύκλο, όπου ο πρώην «τρίτος κόσμος» και κατ’ εξοχήν η Ανατολή μεταβάλλονται στο επίκεντρο της παγκόσμιας παραγωγής, συνεχίζοντας έναν ανοδικό κύκλο Κοντράτιεφ, ενώ τη ίδια στιγμή στη Δύση βαθαίνει η οικονομική κρίση σε μια καθοδική πορεία χωρίς δυνατότητα αναστροφής, – παρά μόνον ίσως κάποια στιγμή και για ένα μέρος της ως παρακολούθημα του ανοδικού κύκλου της Ανατολής. Δηλαδή το πρώτο και βασικό στοιχείο της παρούσας κρίσης είναι η αντιφατική εξέλιξη των παγκόσμιων οικονομικών δεικτών, μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Οι κύκλοι Κοντράτιεφ, από το όνομα του Ρώσου οικονομολόγου Νικολάϊ Κοντράτιεφ (1892-1938), είναι οικονομικοί κύκλοι μακράς διάρκειας (48-55 χρόνια), που περιλαμβάνουν μία μακρά ανοδική φάση (25 έως 30 χρόνων) και μία σχεδόν ισόχρονη καθοδική. Ο Κοντράτιεφ περιέγραψε τα ευρήματά του για πρώτη φορά στο βιβλίο Η παγκόσμια οικονομία και οι συγκυρίες της κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά απ’ αυτόν που έγραψε στα 1922. Σ’ αυτό, μετά από μελέτη των στατιστικών δεδομένων, διαπιστώνει ότι εκτός από τους «μικρούς» οικονομικούς κύκλους των 7-11 χρόνων, η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία από τη γαλλική Επανάσταση και μετά γνώρισε, μέχρι την εποχή του, τρεις μεγάλους κύκλους που πήραν στη συνέχεια το όνομά του. Γράφει λοιπόν στο προαναφερθέν βιβλίο:
Α΄ κύκλος: 1. Ανοδικό κύμα: από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, αρχές της δεκαετίας του ’90 του 18ου αι. έως το 1810-1817. 2. Καθοδικό κύμα: από το 1810-1817 έως το 1844-1851.
Β΄ κύκλος: 1. Ανοδικό κύμα: από το 1844-1851 έως το 1870-1875. 2. Καθοδικό κύμα: από το 1870-1875 έως το 1890-1896.
Γ΄ κύκλος: 1. Ανοδικό κύμα: από το 1890-1896 έως το 1814-1920. 2. Πιθανό καθοδικό κύμα: από το 1920 έως…
Ο Κοντράτιεφ δεν πρόλαβε να «κλείσει» τον τρίτο κύκλο διότι εκτελέστηκε σε ηλικία 46 χρονών από τον Στάλιν, αλλά η συνέχεια φάνηκε να τον επιβεβαιώνει διότι ο καθοδικός κύκλος που άνοιξε το 1920 θα ολοκληρωθεί μάλλον το 1945. Τότε θα ανοίξει ένας νέος κύκλος, ή ανοδική φάση του οποίου θα διαρκέσει από το 1945 έως το 1973, και η καθοδική φάση θα εγκαινιαστεί με την μεγάλη πετρελαϊκή κρίση και θα διαρκέσει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τέλος, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μοιάζει να εγκαινιάζεται ένας νέος ανοδικός κύκλος.
Οι ανοδικοί κύκλοι, συνήθως συνοδεύονται με την άνοδο ή την επιβεβαίωση μιας χώρας ή μιας ομάδας χωρών ως του επικέντρου της καπιταλιστικής συσσώρευσης, καθώς και με την επέκταση νέων τεχνολογικών καινοτομιών, που συνήθως έχουν εφευρεθεί κατά την προηγούμενη καθοδική φάση.
Οι Φερνάν Μπρωντέλ, Ιμμάνουελ Βαλερστάϊν και Τζοβάνι Αρίγκι θα επεκτείνουν τη χρήση των κύκλων Κοντράτιεφ και στους προγενέστερους αιώνες, επισημαίνοντας πως σε κάθε νέο κύκλο η προηγούμενη χώρα-πυρήνας παραχωρεί τον ρόλο του επικέντρου σε κάποια νέα, μεγαλύτερη συνήθως, χώρα ή περιοχή, ενώ η ίδια μεταβάλλεται στον χρηματοδότη και τον «τραπεζίτη» της νέας χώρας πυρήνα. Έτσι θα περάσουμε από τηΒενετία και τη Γένοβα, στην Πορτογαλία και την Ισπανία, την αποικιακή εξάπλωση των οποίων θα χρηματοδοτήσουν οι Γενουάτες τραπεζίτες. Στη συνέχεια οι Κάτω Χώρες που θα αναπτυχθούν χρησιμοποιώντας τον χρυσό της Αμερικής, θα μεταβληθούν στο επίκεντρο ενός νέου κύκλου, για να χρηματοδοτήσουν με τη σειρά τους την αγγλική βιομηχανία. Και η ιστορία θα συνεχίσει να επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα. Η Μεγάλη Βρετανία θα χρηματοδοτήσει την Αμερικανική βιομηχανία, ενώ μετά τον Β΄ πόλεμο ηΑμερική με το Σχέδιο Μάρσαλ και τις τράπεζές της θα αναστηλώσει την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Σήμερα, τέλος, το δυτικό τραπεζιτικό σύστημα τα χρηματιστήρια και οι δυτικές πολυεθνικές θα χρηματοδοτήσουν την εκτίναξη της Κίνας και της Ανατολής.
Ως προς την τεχνολογική «βάση» του κάθε κύκλου, κατά την ανοδική φάση της περιόδου 1789 έως 1810-17 θα επεκταθεί η χρήση της κλωστικής μηχανής που είχαν εφεύρει οι Χαργκρέηβ και Αρκράιτ στη δεκαετία του 1760 και το επίκεντρο της καπιταλιστικής συσσώρευσης θα καταστεί η Μεγάλη Βρετανία. Ο δεύτερος κύκλος, πάλι με επίκεντρο τη Μ. Βρετανία, αλλά και την σταδιακή ανάδυση της Γερμανίας και των ΗΠΑ, θα ταυτιστεί με την παγκόσμια επέκταση των σιδηροδρόμων. Ο τρίτος θα δει την επιβεβαίωση της βιομηχανικής πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ και της Γερμανίας και θα στηριχτεί στο πετρέλαιο, και τον ηλεκτρισμό. Στην καθοδική φάση του τρίτου κύκλου μετά το 1920, θα εισαχθεί η χρήση του αυτοκινήτου και των ηλεκτρικών μηχανών, η οποία θα γενικευτεί μετά το 1945 στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ, τη Βόρεια Αμερική, τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία.
***
Η συνταρακτική ιδιαιτερότητα του νέου κύκλου που εγκαινιάζεται μετά το 2000,βασισμένος τεχνολογικά στην ωρίμανση της ηλεκτρονικής και μικροηλεκτρονικής επανάστασης, είναι πως, για πρώτη φορά, στο επίκεντρο της κεφαλαιακής συσσώρευσης παύει να βρίσκεται κάποια χώρα ή περιοχή της Δύσης. Πλέον, στη διάρκεια αυτού του νέου κύκλου, ανατρέπεται ή τουλάχιστον αμφισβητείται εκ βάθρων μια καταστατική συνθήκη ύπαρξης του παγκόσμιου καπιταλισμού, δηλαδή η διαίρεση του κόσμου σε «μητροπόλεις» και αποικιακό χώρο. Πλέον ο αποικιακός και ημιαποικιακός χώρος, –ή τουλάχιστον η σημαντικότερη χώρα του «Τρίτου Κόσμου», η Κίνα– μετατρέπεται σταδιακά στο επίκεντρο της συσσώρευσης και είναι βέβαιο πως ο 21ος αιώνας θα σηματοδοτήσει την οριστική ανατροπή της πρωτοκαθεδρίας της Δύσης, που εγκαινιάστηκε πριν από οκτώ αιώνες με την καταλήστευση του ελληνικού κόσμου. Χαρακτηριστικά, ήδη πριν από το μέσον της ανοδικής φάσης του τρέχοντος οικονομικού κύκλου, στα 2010, η Κίνα έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο ως προς τη βιομηχανική παραγωγή, υποσκελίζοντας τις ΗΠΑ, και σύμφωνα με τις περισσότερες προβλέψεις πριν από 2020 θα την έχει ξεπεράσει και ως προς το συνολικό ΑΕΠ.
Αυτή η μετατόπιση του οικονομικού επικέντρου, για πρώτη φορά εκτός του μητροπολιτικού πυρήνα, τροφοδοτεί μια διάχυση της οικονομικής ανάπτυξης στο σύνολο του Τρίτου Κόσμου και την ανάδυση, παράλληλα με την Κίνα, νέων κέντρων συσσώρευσης, όπως η Ινδία, που ακολουθεί και αυτή κατά τη διάρκεια του παρόντος ανοδικού κύκλου μια ταχύρυθμη και επιβεβαιωνόμενη αναπτυξιακή καμπύλη. Και στον ανοδικό κύκλο φαίνεται να εντάσσονται τόσο οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και κατ’ εξοχήν η Βραζιλία, όσο και της Εγγύς Ανατολής και της Αφρικής που τροφοδοτούν με πρώτες ύλες και ορυκτά την τερατώδη βιομηχανική παραγωγή βασικών αγαθών της Κίνας. Χαρακτηριστικά το 2010 σε μια παγκόσμια παραγωγή χάλυβα περίπου 1.350 εκατομμυρίων τόνων, η Κίνα παρήγαγε 626,7 εκ.τόνους και η Ασία 881,2 εκ.δηλαδή το 65% του συνόλου, ενώ η Ινδία έγινε ήδη ο πέμπτος παραγωγός στον κόσμο.
Στην κομβικής σημασίας για τη σύγχρονη βιομηχανία παγκόσμια παραγωγή αλουμινίου του 2010 που έφτανε τους 41.400.000 τον., η Κίνα παρήγαγε 16.800.000 τον., δηλαδή το 40,5% του συνόλου, η Ρωσία 3.850.000 τον., ενώ οι ΗΠΑ με 1.720.000 τον. και 4,1% του συνόλου κατείχαν την πέμπτη θέση, μετά τον Καναδά και την Αυστραλία, η Βραζιλία την έκτη με 1.550 τον., η Ινδία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα(!)ex aequo την 7η με 1,400.000, το Μπαχρέιν την 9η με 870.000 τον. και η Νοτιοαφρικανική Ένωση την 10η με 800.000 τον., ενώ η παραγωγός αλουμινίου Ελλάδα, την 28η με 160.000 τόνους. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης αρκεί να αναφέρουμε πως στα 1959 σε μια παγκόσμια παραγωγή που ανερχόταν σε 4.060.000 τον. οι ΗΠΑ είχαν την ίδια περίπου παραγωγή με σήμερα, 1.773.000 τον., και 43,6% της παγκόσμιας, ποσοστό ανάλογο με τα σημερινά ποσοστά της Κίνας. Οι ΗΠΑ έφθασαν στο υψηλότερο σημείο της παραγωγής τους το 1980 με 4.654.000 τον. σε μια παγκόσμια παραγωγή 15.400.000 τον., – δηλαδή όταν εγκαινιάζεται η εποχή της αποβιομηχάνισης στη Δύση παρήγαγαν ακόμα το 30% της παγκόσμιας παραγωγής . Σε τριάντα χρόνια όχι μόνο κατέρρευσε το ποσοστό της συμμετοχής τους στην παγκόσμια παραγωγή, αλλά μειώθηκε δραματικά και το απόλυτο μέγεθος της παραγωγής τους.
Εντυπωσιακότερη υπήρξε η μεταμόρφωση της πιο καθυστερημένης Αφρικανικής οικονομίας, η οποία μέσα σε λίγα χρόνια, με κύρια αιτία την αυξημένη ζήτηση της Κίνας και της Ασίας σε πρώτες ύλες καθώς και τις τεράστιες επενδύσεις της Κίνας σε υποδομές,πέρασε από την μηδενική ανάπτυξη στις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας αναπτύξεως. Έτσι ανάμεσα στις δέκα ταχύτερες αναπτυσσόμενες οικονομίες του κόσμου οι έξη ήταν ήδη Αφρικανικές και οι τέσσερις Ασιατικές!
Στην αντίστροφη κατεύθυνση, με αφετηρία την κρίση του 2007 στις ΗΠΑ, η δυτική οικονομία έχει εισέλθει σε μια νέα περίοδο κρίσης και δομικής αναδιάρθρωσης. Η χρηματιστική μετεξέλιξη του, στην τραπεζιτική και χρηματιστική σφαίρα, καθώς και η απαρχή κατεδάφισης του κοινωνικού κράτους και του φορντιστικού μοντέλου, δεν αρκούν πλέον για τη διατήρηση μιας εύθραυστης οικονομικής «ευημερίας».
Ως προς το ζήτημα του φορντισμού και του κοινωνικού κράτους μπορούμε συνοπτικά, να σημειώσουμε: Η κρίση που προκάλεσε η εργατική και νεολαιίστικη «ακαμψία» των δεκαετίων 1960-1970, παράλληλα με την εξέγερση των λαών του Τρίτου Κόσμου –ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και πετρελαϊκή κρίση του 1973–, οδήγησε σε μια παρατεταμένη κρίση, σε έναν «πτωτικό» κύκλο Κοντράτιεφ, με αφετηρία το 1973 και σε μια κοινωνική ισορροπία μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, που οδηγούσε στη δραστική συρρίκνωση των κερδών, στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η απάντηση του κεφαλαίου σε αυτή την κρίση υπήρξε διττή: Αποβιομηχανοποίηση, ελαστικοποίηση της εργασίας και σταδιακή συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους στο εσωτερικό, με ταυτόχρονη εξαγωγή ενός αυξανόμενου ποσοστού της βιομηχανικής παραγωγής στις χώρες του Τρίτου Κόσμου – ιδιαίτερα τις «τίγρεις» της Ασίας σε πρώτη φάση. Παράλληλα η Δύση μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), κατεδαφίζει τη δασμολογική προστασία και δημιουργεί, ιδιαίτερα μετά την πτώση του «τείχους», μια παγκόσμια ενοποιημένη αγορά – στοχεύοντας όχι μόνο στο «άνοιγμα» των αγορών του Τρίτου Κόσμου, όσο, κυρίως, στην εσωτερική υποτίμηση της οργανωμένης εργασίας, μέσω της αθρόας εισαγωγής φθηνών βιομηχανικών προϊόντων κατανάλωσης.
Έτσι για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες για να μπορέσει να ξεπεράσει την κρίση της κερδοφορίας στις Μητροπόλεις, η Δύση χρηματοδοτεί την μεταφορά της βιομηχανικής παραγωγής στην Ανατολή, υιοθετεί μια γενικευμένη απορύθμιση και οικοδομεί ένατερατώδες και πολυδαίδαλο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μια και ένα αυξανόμενο μέρος των κερδών «παράγεται» από αυτό το σύστημα και όχι από την μεταποιητική βιομηχανία. Επί πλέον, για να μπορέσει να συντηρήσει το κράτος και το επίπεδο της κατανάλωσης μεταβάλλεται σε μια οικονομία γενικευμένου καταναλωτικού δανεισμού.Όχι του παραγωγικού δανεισμού των επιχειρήσεων, που δανείζονται από τις τράπεζες για να διευρύνουν την παραγωγή τους, ούτε καν ενός κρατικού δανεισμού που αποσκοπεί στην ανάπτυξη των υποδομών, αλλά κατ’ εξοχήν ενός δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού καταναλωτικά προσανατολισμένου.
Ωστόσο, αυτό το μοντέλο της κατευθυνόμενης «παγκοσμιοποίησης», όπως συνήθως συμβαίνει, ξεπέρασε τα «όρια» που είχαν θέσει οι εμπνευστές του, διότι από ένα σημείο και μετά οι χώρες του άλλοτε τρίτου κόσμου έπαψαν να αποτελούν απλώς εργαστήρια συναρμολόγησης καταναλωτικών προϊόντων χαμηλής γκάμας και μεταβάλλονται σταδιακά σε παραγωγούς και των προϊόντων που βρίσκονται ψηλά στην τεχνολογική αλυσίδα: Η Κίνα επί παραδείγματι παράγει πλέον τα ταχύτερα τραίνα στον κόσμο και όχι μόνο φτηνά υφάσματα, ενώ η Βραζιλία αεροπλάνα εξαιρετικά ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά… Κατά συνέπεια, τα ελλείμματα του ισοζυγίου εμπορικών ανταλλαγών των χωρών της Δύσης –εκτός Γερμανίας και Ιαπωνίας– έγιναν εκρηκτικά, ενώ διογκώθηκε το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος σε βαθμό που δεν είναι πλέον διαχειρίσιμο.
Το αποτέλεσμα είναι μια αλυσιδωτή κρίση που εγκαινιάστηκε με το σπάσιμο της «φούσκας» των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, επεκτάθηκε στις τράπεζες όλου του δυτικού κόσμου και μετά το 2009 μεταβλήθηκε σε κρίση του δημόσιου δανεισμού με πρώτα θύματα την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία,ενώ είναι βέβαιο πως με τον ένα ή άλλο τρόπο θα επεκταθεί και σε άλλες δυτικές οικονομίες, ενώ η ίδια η Αμερική μοιάζει να τρίζει συθέμελα. Σε όλες τις χώρες εισάγονται δρακόντεια μέτρα λιτότητας, ενώ το εισόδημα των εργαζομένων και των συνταξιούχων συρρικνώνεται.
Ένα ερώτημα που μοιάζει εύλογο και συνάδει με τις εξελίξεις κατά τη διάρκεια των παλαιότερων οικονομικών κύκλων, είναι το πώς και γιατί κατά τη διάρκεια ενός ανοδικού οικονομικού κύκλου, η δυτική οικονομία, που ακόμα αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, εισέρχεται σε μια πρωτοφανή καθοδική δίνη;
Τονίσαμε ήδη πως αυτή είναι η βασική ιδιαιτερότητα του παρόντος οικονομικού κύκλου, ο διχασμός μεταξύ ανάπτυξης και κρίσης ακόμα και κατά τη διάρκεια μιας ανοδικής φάσης για την παγκόσμια οικονομία. Αυτή η ιδιαιτερότητα αποτελεί τη συνέπεια δύο συνδυασμένων παραγόντων: Πρώτον, της μεταφοράς του επικέντρου της συσσώρευσης σε χώρες με πολύ χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης και εισοδήματος από τις αναπτυγμένες χώρες, αλλά με τεράστιο πληθυσμιακό βάρος και δεύτερον της παγκοσμιοποίησης.
Στο παρελθόν η μεταφορά του επικέντρου της συσσώρευσης πραγματοποιούνταν στο εσωτερικό μιας μικρής ομάδας χωρών, με αποτέλεσμα σε κάθε ανοδική φάση οι συνέπειες της επέκτασης να διαχέονται στο σύνολο των χωρών ή περιοχών του «Κέντρου». Επί πλέον στο επίκεντρο της «οικονομίας-κόσμος», συνήθως οι αμοιβές της εργασίας ήταν ή γίνονταν μεγαλύτερες από εκείνες που επικρατούσαν στις υπόλοιπες περιοχές, με αποτέλεσμα μια γενικότερη άνοδο των αμοιβών στο σύνολο του «Κέντρου». Από τη Βενετία στη Γένοβα, από τη Γένοβα στις Κάτω χώρες, από τις Κάτω χώρες στην Αγγλία και από εκεί στην Αμερική, αυτή ήταν η φορά των πραγμάτων. Όμως, πλέον, το νέο επίκεντρο της συσσώρευσης έχει κατά κεφαλήν εισόδημα και αμοιβές δραματικά κατώτερες. Επί πλέον διαθέτει τερατώδη μεγέθη –η Κίνα μόνο διαθέτει πληθυσμό διπλάσιο σχεδόν από το σύνολο του δυτικού κόσμου–, ενώ η παγκοσμιοποίηση με την κατάργηση των δασμών πιέζει προς εξίσωση μισθών και αμοιβών.
Κατά συνέπεια, ενώ στο εσωτερικό της Κίνας και των αναπτυσσόμενων χωρών του Τρίτου Κόσμου η αμοιβή της εργασίας και η κοινωνική προστασία τείνει να ενισχυθεί, το αντίθετο θα πρέπει να συμβεί στη Δύση έως ότου η μέση μονάδα του κόστους παραγωγής προσεγγίσει την κινεζική!
Γι’ αυτό και στη Δύση εν μέσω παγκόσμιας ευημερίας, με άνοδο της παραγωγής, άνοδο των τιμών των πρώτων υλών και του παγκόσμιου εμπορίου, εξαπλώνεται ένα κλίμα οικονομικής συρρίκνωσης, κοινωνικής κατάθλιψης και πολιτικής αστάθειας.
Προφανώς εκείνες οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο από αυτή την κρίση υπήρξαν οι χώρες της Ευρωπαϊκής περιφέρειας, και κατ’ εξοχήν η Ελλάδα, οι οποίες ενώ συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη, δεν διαθέτουν τις παραγωγικές δυνατότητες των ισχυρότερων ευρωπαϊκών χωρών, με αποτέλεσμα μπροστά στην κρίση να εμφανίζονται εντελώς γυμνές, έχοντας απολέσει και το έσχατο εργαλείο οικονομικής πολιτικής δηλαδή τη νομισματική αυτονομία. Ιδιαίτερα η Ελλάδα, που όπως έχουμε αναλύσει αλλού, αποτελεί μιας «παρασιτική απόφυση» της Δύσης και όχι οργανικό μέρος της, μια χώρα αποικιοποιημένη και ταυτόχρονα ενταγμένη, για λόγους γεωπολιτικούς, στον ευρωπαϊκό «πυρήνα», υφίσταται με τον πιο σαρωτικό τρόπο τις συνέπειες της κρίσης, τόσο γιατί η παραγωγική της βάση έχει σχεδόν εξανεμιστεί όσο και διότι αντιμετωπίζεται από τους δυτικούς της εταίρους ως οιονεί αποικία τους.