Η ψυχή των λαών
Τι θέλει η ψυχή των λαών; Αυτό που έλεγε πάντα από παππού σε γιό και από γιο σε εγγονό. «Εσύ θα ζήσεις καλύτερες μέρες…» Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. «Καλύτερες μέρες…» Θα πας σχολείο, θα μορφωθείς, θα προκόψεις, θα κάνεις οικογένεια, ένα σπίτι μια δουλειά, να μπορείς να θρέψεις τα παιδιά σου, να τα στείλεις να μορφωθούν να προκόψουν κι αυτά με τη σειρά τους κι όταν έρθει η ώρα να αποσυρθείς, απόμαχος πλέον, μια σύνταξη, να μπορείς να ζήσεις αξιοπρεπώς χωρίς να χρειάζεται να βγεις στη ζητιανιά, χωρίς να κινδυνεύεις να πεθάνεις στην ψάθα, όπως λέμε.
Αυτό ήθελε και θέλει πάντα η ψυχή των απλών ανθρώπων. Έστω κι αν συχνά πυκνά βρικολακιάζει, σέρνει και σέρνεται σε ζοφερές μέρες, γεννοβολώντας αβγά τρόμου και χαλασμού. Εστω κι αν συχνά πυκνά τσακίζει και τσακίζεται, γίνεται θηρίο, πεινασμένος λύκος και ύαινα, σε άγριους καιρούς, τρωγλοδύτης με το ρόπαλο στο χέρι που βρυχάται έξω απ’ την σπηλιά του, που ανοίγει κρανία σε άλλες σπηλιές. Τόσες χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ιστορίας και δυστυχώς αυτό το βρικολάκιασμα ακόμα δεν κατάφερε να το ελέγξει, να το διώξει σαν τρομερό εφιάλτη απ’ τον ύπνο του. Τίποτα. Κι αυτό δεν ήταν, ούτε είναι, θέμα ανάπτυξης και πολιτισμού. Τα πιο πολιτισμένα, τα πλέον ανεπτυγμένα κράτη ήταν συνήθως και τα πιο βάρβαρα. Αυτά που τσάκιζαν άλλους λαούς, αυτά που άναβαν «φούρνους» κρεματόρια και εξόντωναν ανθρώπους.
Κάπως έτσι η ψυχή των λαών, παρασυρμένη, παραπλανημένη, θλιβερή, μωρή παρθένα και μυροφόρα, χαμένη, πότε αθώα και πότε ένοχη, τρομαγμένη, τυλιγμένη σε μαύρη μαντίλα, να θρηνεί επί των ερειπίων τα παιδιά της. Κάπως έτσι, ισορροπούσε μεταξύ κόλασης και παράδεισου, πότε να γέρνει προς την μια μεριά και πότε προς την άλλη. Την μια με φωτισμένους ηγέτες για ένα καλύτερο αύριο και την άλλη με μοχθηρούς τρωγλοδύτες, πουλημένα τομάρια και δουλέμπορους να τη σέρνουν αλυσοδεμένη στα σκλαβοπάζαρα.
Κάπως έτσι η ψυχή των λαών. Ποτέ δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Της έταζαν δόξα και δύναμη οι λαοπλάνοι, της γέμιζαν το κεφάλι με παχιά λόγια και μίσος κι αυτή πήγαινε. Την έστηναν κάτω από τους εξώστες της μπαρούφας κι αυτή πίστευε, στους καναπέδες της τηλοψίας κι αυτή αποκοιμόταν βλέποντας «σκουπίδια» και φρόκαλα, αθύρματα μειωμένης αντίληψης και «μαϊντανούς» της σάχλας. Κάπως έτσι, την έραιναν με δάφνες στα μνημόσυνα ηρώων και στα μνημεία του άγνωστου στρατιώτη, με πλαστικές σημαιούλες την έβαζαν να χειροκροτεί και να παρελαύνει μπροστά από τις εξέδρες των επισήμων. Την στόλιζαν με παράσημα. Όσο περισσότερο επιτήδεια και δωσίλογη, τόσο περισσότερα παράσημα. Πάντα την ήθελαν ελεγχόμενη αυτοί που είχαν την εξουσία. Πάντα υπάκουη και στρωμένη στα μέτρα τους. Να εκτελεί εντολές δίχως ερωτήσεις. Να δουλεύει δίχως πολλές απαιτήσεις, ει δυνατόν για ένα κομμάτι ψωμί. Άντε και το πολύ πολύ να ελπίζει σε κάποιο θαύμα, ατομοκεντρικής αναρρίχησης και εξόδου από τη μιζέρια, ανάβοντας λαμπάδες στον Αη Φανούρη. Και τις νύχτες να ονειρεύεται ένα λαχείο ένα τζόκερ και να γεμίζει σάλια τα όνειρα.
Κάπως έτσι, η ψυχή των λαών. Ποτέ δεν την είχαν σε εκτίμηση οι «από πάνω». Την άφηναν μόνο να πηγαίνει στις κάλπες κάθε τέσσερα πέντε χρόνια και να ψηφίζει νομίζοντας πως αυτή αποφασίζει κι αυτή κάνει κουμάντο στον τόπο της. Κι αν καμιά φορά σε άγριους καιρούς, απελπισμένη σήκωνε κεφάλι και ζητούσε ελευθερία, ψωμί, παιδεία, να σπάσει τις αλυσίδες της, έπεφταν πάνω της και την τσάκιζαν, με λακέδες υποτακτικούς, με βασανιστές, την έστελναν στα ξερονήσια για «διακοπές» και στα μπουντρούμια για συμμόρφωση. Κι αν δεν τους έπαιρνε για άγρια πράγματα, πάντα είχαν τρόπους να την πείσουν. Πιο «πολιτισμένους» και ντελικάτους, πιο μελετημένους… Πάντα υπάρχουν τρόποι. Με το καλό ή με το κακό. Με το μαστίγιο ή με το καρώτο. Μέχρι που την έφερναν ξανά στα μέτρα τους. Η Ιστορία διδάσκει, τέτοιες εποχές. Οσο τέλος πάντων την αφήνουν να τις διδάξει. Για εκείνους που ονειρεύτηκαν κάποτε να αλλάξουν τον κόσμο. Για εκείνους που δοκίμασαν κάποτε να αλλάξουν τον κόσμο. Για εκείνους που προσπάθησαν να τον κάνουν έστω λίγο καλύτερο και κυρίως λίγο δικαιότερο. Φανταστείτε τι «κακό» παράδειγμα θα ήταν και τι καινά δαιμόνια θα γεννούσε ακόμη και μία τέτοια επιτυχία… Φανταστείτε τι αλυσιδωτές αντιδράσει θα δημιουργούσε… Τι φόβος και τρόμος θα έπεφτε στα πραιτώρια..! Τι λύσσα..!