Τριπλό μέτωπο -σε Συρία, Ιράκ και Ιράν- άνοιξε για την Αγκυρα η εξέγερση
κατά του καθεστώτος Ασαντ, καθώς αυτή έδωσε νέα δυναμική στις εξελίξεις
γύρω από το Κουρδικό.
Πρόκειται για μία από τις παράπλευρες συνέπειες του πολέμου που η
Τουρκία θα ήθελε να αποφύγει και με τις οποίες ο Τούρκος πρωθυπουργός
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιχειρεί να δικαιολογήσει την ενεργή τουρκική
στήριξη στους Σύρους αντικαθεστωτικούς.
Σε απόσταση λίγων μόλις χιλιομέτρων από τα σύνορα με την Τουρκία, η πόλη
Καμισλί στη βόρεια Συρία είναι το περιφερειακό κέντρο για τα περίπου
2,5 εκατομμύρια Κούρδων που ζουν στη χώρα.
Τον περασμένο μήνα, όταν η συριακές δυνάμεις κατά μήκος των συνόρων
αποσύρθηκαν από την περιοχή για να επικεντρώσουν τις επιχειρήσεις τους
στο Χαλέπι, η τρίχρωμη -κόκκινη, λευκή, πράσινη- κουρδική σημαία υψώθηκε
σε δημόσια κτίρια της ελάχιστα γνωστής μέχρι τότε Καμισλί και των
γειτονικών πόλεων. Το γεγονός συνδυάστηκε από πληροφορίες ότι οι Κούρδοι
εκμεταλλέυονται το ενό εξουσίας και δημιουργούν θύλακες, ως προάγγελο
ενός αυτόνομου «Δυτικού Κουρδιστάν».
Οι «ξεχασμένοι Κούρδοι» της Συρίας, συγκριτικά λιγότεροι σε σχέση με
τους αντίστοιχους πληθυσμούς σε Τουρκία και Ιράκ, υποδαύλισαν τις
ανησυχίες της Αγκυρας, που παρακολουθεί με ανησυχία την αύξηση της
επιρροής του Κόμματος Δημοκρατικής Ενότητας (PYD), παρακλάδι στη Συρία
του ΡΚΚ, του οποίου οι αντάρτες μάχονται εδώ και τρεις δεκαετίες κατά
των τουρκικών δυνάμεων.
Στη Συρία υπάρχουν περίπου 15 κουρδικές πολιτικές οργανώσεις. Η πιο
οργανωμένη εξ αυτών είναι το PYD. Το πλεονέκτημα αυτό, σε συνδυασμό με
τους δεσμούς του με το ΡΚΚ, φαίνεται να οδήγησε τον Μπασάρ αλ Ασάντ στην
απόφασή του να του παραχωρήσει ζωτικό χώρο στα βόρεια της Συρίας, με
αντάλλαγμα την υποστήριξη της κουρδικής μειονότητας. Τουρκικά
δημοσιεύματα αναφέρουν ότι ο έλεγχος ασφαλείας σε κάποιες περιοχές έχει
περάσει στα χέρια των Κούρδων, ενώ γίνεται ακόμη λόγος και για
εγκατάσταση τριών στρατοπέδων του ΡΚΚ στη βόρεια Συρία.
Την Πέμπτη, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου,
κατηγόρησε πλέον ανοικτά τον πρόεδρο της Συρίας ότι εξοπλίζει το ΡΚΚ,
γεγονός που θύμισε την εποχή που η Δαμασκός φιλοξενούσε τον ηγέτη του
ΡΚΚ Αμπντουλάχ Οτζαλάν και οι σχέσεις των δύο χωρών βρισκόταν στο
κόκκινο.
Η επέκταση της επιρροής του ΡΚΚ μεταξύ των Κούρδων της Συρίας δεν
αποτελεί νέα εξέλιξη. Τουρκικές υπηρεσίες πληροφοριών εκτιμούν ότι
περίπου 1.000 μέλη του ΡΚΚ προέρχονται από τη Συρία, με 300 εξ αυτών να
είναι ενταγμένοι στα ένοπλα τμήματά του. Ακόμη περισσότερο, ο επικεφαλής
της HPG, της στρατιωτικής πτέρυγας του ΡΚΚ, ήταν μέχρι πρότινως ο
συριακής καταγωγής Μπαχόζ Ερντάλ (Φεχμάν Χουσεΐν) και μόλις πρόσφατα
αντικαταστάθηκε, σύμφωνα με δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου, από τον
Σοφί Νουρεντίν (Μουχάμεντ ελ Χαλέφ), προερχόμενο επίσης από τη Συρία.
Αλλοι τέσσερις Κούρδοι της Συρίας έχουν ηγετικές θέσεις στην ιεραρχία
των ένοπλων τμημάτων του ΡΚΚ.
Tα νέα δεδομένα που δημιούργησε το ξέσπασμα των συγκρούσεων στη Συρία
έδωσαν ανάσα ζωής στο ΡΚΚ και από την πλευρά του Ιράν, όπου επί χρόνια
οι δυνάμεις ασφαλείας κατεδίωκαν τα μέλη του αδελφού κουρδικού κόμματος
PJAK.
Η Τεχεράνη φαίνεται ότι το τελευταίο διάστημα διέκοψε την άτυπη
συνεργασία της με την Αγκυρα στην αντιμετώπιση των Κούρδων, τους οποίους
θεωρούσε ως το «Δούρειο Ίππο» των ΗΠΑ στην περιοχή και απειλή για την
ακεραιότητα της ίδιας της υπόστασής του, δεδομένου ότι η Ιστορία των
Κούρδων του Ιράν είναι γεμάτη από εξεγέρσεις και περιλαμβάνει μεταξύ
άλλων το μοναδικό ανεξάρτητο κουρδικό κράτος που ανακηρύχθηκε ποτέ. Τα
τουρκικά μέσα ενημέρωσης δημοσιεύουν μάλιστα πληροφορίες ότι στην
ιρανική πλευρά των συνόρων οι Κούρδοι πήραν τον έλεγχο ενός στρατιωτικού
φυλακίου όπου εγκαταστάθηκαν περίπου 150 ένοπλοι, την ίδια ώρα που ο
αρχηγός του ιρανικού Γενικού Επιτελείου δήλωνε ότι «μετά την Συρία η
σειρά θα έλθει στην Τουρκία».
Η αλλαγή πολιτικής του Ιράν έναντι του κουρδικού παράγοντα δεν απορρέει
μόνο από την κοινή πλέον εκτίμηση ότι βασικός στόχος πίσω από την
επιχειρούμενη καθεστωτική ανατροπή στη Συρία είναι το ίδιο, με τη
συνδρομή μάλιστα και της Τουρκίας. Η Τεχεράνη έχει ενοχληθεί από την
απόφαση της κυβέρνησης Ερντογάν να επιτρέψει την εγκατάσταση στη
Μαλάτια του ραντάρ της αμερικανικής αντιπυραυλικής ασπίδας. Τούρκοι
αναλυτές εκτιμούν μάλιστα ότι το Ιράν πιθανώς να κατανοούσε τη στάση
αυτή της Τουρκίας αν δεν παρουσιαζόταν αμφιταλαντευόμενη στην απόφαση
της για συμμετοχή στην αντιπυραυλική ασπίδα και προχωρούσε σιωπηρά
επικαλούμενη απλώς τις συμμαχικές υποχρεώσεις της και φρόντιζε παράλληλα
να δώσει διπλωματικά ανταλλάγματα στο Ιράν προκειμένου να αμβλύνει τις
εντυπώσεις.
Ο τρίτος παράγοντας στις εξελίξεις είναι ο πρόεδρος του αυτόνομου
Κουρδιστάν στο Βόρειο Ιράκ, Μασούτ Μπαρζανί, ο οποίος διεκδικεί το ρόλο
του ιστορικού ηγέτη όλων των Κούρδων και ως τέτοιος επιδιώκει μία
ηγεμονική παρουσία έναντι των άλλων κουρδικών ομάδων. Ο ίδιος από την
άλλη δεν επιθυμεί να χάσει μέρος της επιρροής του προς όφελος του ΡΚΚ,
το οποίο με την ένοπλή παρουσία του επί πολλά χρόνια εδραιώνει τη θέση
του σε σημαντική μερίδα των Κούρδων. Στο σημείο αυτό τα συμφέροντά του
φαινομενικά ταυτίζονται με εκείνα της Τουρκίας. Και οι δύο τους για
προφανείς λόγους δεν θα επιθυμούσαν να δουν την επέκταση της πολιτικής
παρουσίας του άξονα ΡΚΚ-PYD και στη Συρία. Οι επιπτώσεις για την Αγκυρα
από μία τέτοια εξέλιξη θα ήταν ίσως χειρότερες ακόμη και από τη de facto
ανακήρυξη της κουρδικής αυτονομίας στο Βόρειο Ιράκ μετά την αμερικανική
εισβολή.
Έτσι θα αποτελούσε μία ασφαλή εκτίμηση η πρόβλεψη ότι η Τουρκία θα
αυξήσει τις πιέσεις της στο Μπαρζανί και αυτός με τη σειρά του τις δικές
του πιέσεις προς το ΡΚΚ. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί και στο παρελθόν,
ωστόσο ποτέ ο Μπαρζανί δεν προχώρησε στην πλήρη συνεργασία με την
Τουρκία για να ξηλώσει τα ορμητήρια του ΡΚΚ από το Βόρειο Ιράκ.
Ο Μπαρζανί επιχείρησε να εδραιώσει τον ηγετικό του ρόλο συγκαλώντας,
στις 9 και 10 Ιουλίου, στο Αρμπίλ συνάντηση των κουρδικών ομάδων κατά
την οποία, σύμφωνα με εκτιμήσεις Τούρκων αναλυτών, προσπάθησε να
περιορίσει τον άξονα ΡΚΚ-PYD αναβαθμίζοντας την παρουσία των άλλων
κουρδικών ομάδων.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, πρώτη προτεραιότητα για τους Κούρδους στην
παρούσα συγκυρία παραμένει η εξασφάλιση της κουρδικής αυτονομίας,
γεγονός που περιορίζει την αντιπαλότητα μεταξύ των κουρδικών ομάδων.
Έτσι, στη συνάντηση του Αρμπίλ ο Μπαρζανί επιχείρησε να γεφυρώσει το
χάσμα μεταξύ του PYD και των άλλων κουρδικών ομάδων της Συρίας,
στέλνοντας παράλληλα θετικά μηνύματα στην Αγκυρα με συστάσεις για
διατήρηση ειρηνικών σχέσεων με την Τουρκία. Παράλληλα, εμφανίστηκε να
«επενδύει» στις υπόλοιπες κουρδικές παρατάξεις που συνεργάζονται με τους
αντικαθεστωτικούς της Συρία σε μία προσπάθεια να εγκαταστήσει από τώρα
προγεφυρώματα με την κουρδική ηγεσία που θα προκύψει στη μετά-Ασαντ
εποχή και με την προοπτική ότι υπό το νέο καθεστώς οι Κούρδοι της Συρίας
θα αποκτήσουν θεσμούς αυτονομίας.
Η επιλογή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να στηρίξει από την πρώτη στιγμή την
εξέγερση των Σύρων αντικαθεστωτικών είχε μια εσωτερική αντίφαση, καθώς
προσέκρουε στις κόκκινες γραμμές της χώρας του στο Κουρδικό και
αποκαλύπτει βασικές αδυναμίες της τουρκικής διπλωματίας στην προσπάθεια
της να διαδραματίσει ρόλο περιφερειακής δύναμης.
Υπό αυτές τις συνθήκες η Τουρκία έχει χονδρικά τρεις επιλογές:
1- Να ενισχύσει τη στρατιωτική της δράση, με αμφίβολα ωστόσο αποτελέσματα για την ίδια και την περιοχή.
2- Να παρακολουθήσει τις εξελίξεις προσαρμόζοντας κατά περίπτωση την πολιτική της, γεγονός που σημαίνει ουσιαστικά αδράνεια.
3- Να πάρει την πρωτοβουλία κινήσεων, επιλύοντας με γενναίες
αποφάσεις τα προβλήματά της με τους κουρδικής καταγωγής πολίτες της. Το
πρόβλημά της είναι για μία ακόμη φορά εσωτερικό.